- δραματικούς
- δραματικόςdramaticmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια … Dictionary of Greek
ανταίος — Μυθολογικό πρόσωπο.Γίγαντας, γιος του Ποσειδώνα και της Γαίας. Βασίλευε στη Λιβύη και προκαλούσε όσους ξένους έφταναν στο βασίλειό του να αγωνιστούν μαζί του (η λέξη ανταίος σημαίνει αντίπαλος). Τους νικούσε όμως όλους, επειδή μόλις έβλεπε πως… … Dictionary of Greek
αντιδιδάσκω — ἀντιδιδάσκω (Α) 1. (για δραματικούς ή λυρικούς ποιητές) ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι για το βραβείο 2. υποστηρίζω τα αντίθετα απ αυτά που υποστηρίζει κάποιος άλλος … Dictionary of Greek
αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
επίνικος — (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Κωμικός ποιητής. Κέρδισε επανειλημμένα σε δραματικούς αγώνες. Έγραψε τα έργα Μνησιπόλεμος και Υποβαλλόμενα. * * * ἐπίνικος, ον (AM) [νίκη] το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίνικος ύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῡ Πινδάρου»)… … Dictionary of Greek
εύπολις — (; – 411 π.Χ.). Αθηναίος ποιητής της αττικής κωμωδίας. Ήταν αντίπαλος του Αριστοφάνη και του Κρατίνου. Συνέθεσε 17 κωμωδίες και νίκησε επτά φορές σε δραματικούς αγώνες· το 421, με τους Κόλακες, νίκησε σε διαγωνισμό τον Αριστοφάνη, ο οποίος… … Dictionary of Greek
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… … Dictionary of Greek